- αποστύφω
- ἀποστύφω (AM)κάνω κάτι να στερέψειαρχ.1. σουφρώνω τα χείλη (όπως όταν δοκιμάζω κάτι στυφό)2. (-ομαι) παύω να ρέω, στερεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποστῦψαι — ἀποστύφω draw up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστύφῃ — ἀποστύ̱φῃ , ἀποστύφω draw up pres subj mp 2nd sg ἀποστύ̱φῃ , ἀποστύφω draw up pres ind mp 2nd sg ἀποστύ̱φῃ , ἀποστύφω draw up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστύψει — ἀποστύ̱ψει , ἀποστύφω draw up aor subj act 3rd sg (epic) ἀποστύ̱ψει , ἀποστύφω draw up fut ind mid 2nd sg ἀποστύ̱ψει , ἀποστύφω draw up fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστύφει — ἀποστύ̱φει , ἀποστύφω draw up pres ind mp 2nd sg ἀποστύ̱φει , ἀποστύφω draw up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστύφοντα — ἀποστύ̱φοντα , ἀποστύφω draw up pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποστύ̱φοντα , ἀποστύφω draw up pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστύφουσι — ἀποστύ̱φουσι , ἀποστύφω draw up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστύ̱φουσι , ἀποστύφω draw up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόστυφε — ἀπόστῡφε , ἀποστύφω draw up pres imperat act 2nd sg ἀπόστῡφε , ἀποστύφω draw up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαποστύφω — Α επιθέτω προηγουμένως κάτι στυπτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποστύφω «έχω την ιδιότητα, δημιουργώ το αίσθημα τού στυφού»] … Dictionary of Greek
προαποστύψας — προαποστύ̱ψᾱς , πρό ἀποστύφω draw up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστυφθῇ — ἀποστῡφθῇ , ἀποστύφω draw up aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)